κατασχέτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατασχέτης < κατάσχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατασχέτης αρσενικό
- αυτός που κάνει κατάσχεση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατασχέτης
|