κατασχεθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατασχεθείς & κατασχεθέντας |
η | κατασχεθείσα | το | κατασχεθέν |
γενική | του | κατασχεθέντος & κατασχεθέντα |
της | κατασχεθείσας & κατασχεθείσης* |
του | κατασχεθέντος |
αιτιατική | τον | κατασχεθέντα | την | κατασχεθείσα | το | κατασχεθέν |
κλητική | κατασχεθείς & κατασχεθέντα |
κατασχεθείσα | κατασχεθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατασχεθέντες | οι | κατασχεθείσες | τα | κατασχεθέντα |
γενική | των | κατασχεθέντων | των | κατασχεθεισών | των | κατασχεθέντων |
αιτιατική | τους | κατασχεθέντες | τις | κατασχεθείσες | τα | κατασχεθέντα |
κλητική | κατασχεθέντες | κατασχεθείσες | κατασχεθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- κατασχεθείς: αρχαία ελληνική κατασχεθείς
Μετοχή[επεξεργασία]
κατασχεθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) αυτός που έχει κατασχεθεί, ο κατασχεμένος, (λόγιος τύπος της καθαρεύουσας, μετοχη αορίστου της παθητικής φωνής του ρήματος κατάσχω)
- ↪ η κατασχεθείσα περιουσία
- ↪ το καρασχεθέν ακίνητο
- ↪ τα κατασχεθέντα κλοπιμαία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- κατασχεθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατασχεθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατάσχωμαι
- θα κατασχεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατάσχωμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
→ ζητούμενο λήμμα κατά + ἔχω > κατέχω (cf. κατίσχω): το ρήμα έχω κάνει μέλλοντα ἕξω, αόριστο ἔσχον, παρακείμενο ἔσχηκα. Η παθητική μετοχή του αορίστου είναι λοιπόν κατα + σχεθείς - σχεθεῖσα - σχεθέν