κατατίθεμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατίθεμαι < καταθέτω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατατίθεμαι
- (για έγγραφα) παραδίδομαι σε αρμόδια υπηρεσία
- το έγγραφο κατατέθηκε εν καιρώ
- το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή
- (για χρήματα) παραδίδομαι σε τράπεζα
- τα λεφτά κατατέθηκαν στο λογαριασμό του
- τοποθετούμαι με επισημότητα
- κατατέθηκε στέφανος στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατατίθεμαι
|