κατατεθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατεθείς < αρχαία ελληνική κατατεθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος κατατίθημι < κατά + τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
κατατεθείς, είσα, έν
- (λόγιο) (καθαρεύουσα) που τον έχει καταθέσει κάποιος, που είναι κατατεθειμένος
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατατεθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατίθεμαι
- θα κατατεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατίθεμαι