κατατεθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατεθείς
κατατεθέντας
η κατατεθείσα το κατατεθέν
      γενική του κατατεθέντος
κατατεθέντα
της κατατεθείσας
κατατεθείσης*
του κατατεθέντος
    αιτιατική τον κατατεθέντα την κατατεθείσα το κατατεθέν
     κλητική κατατεθείς
κατατεθέντα
κατατεθείσα κατατεθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατεθέντες οι κατατεθείσες τα κατατεθέντα
      γενική των κατατεθέντων των κατατεθεισών των κατατεθέντων
    αιτιατική τους κατατεθέντες τις κατατεθείσες τα κατατεθέντα
     κλητική κατατεθέντες κατατεθείσες κατατεθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατατεθείς < μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καταθέτω < αρχαία ελληνική κατατίθημι < κατα- + τίθημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

κατατεθείς, -είσα, -έν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κατατεθείς

Πηγές[επεξεργασία]