κατατεμαχίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατατεμαχίζω < μεσαιωνική ελληνική κατατεμαχίζω < κατα- + (ελληνιστική κοινήτεμαχίζω < αρχαία ελληνική τέμαχος < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.te.maˈxi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κατατεμαχίζω

  1. τεμαχίζω σε πολλά μικρότερα κομμάτια
     συνώνυμα: κατακομματιάζω
  2. χωρίζω μια μεγάλη έκταση σε μικρότερες
     συνώνυμα: κατακερματίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]