κατατοπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατοπισμός < κατατοπίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατατοπισμός θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατοπίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κατατοπίζω και τόπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατατοπισμός
|