Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατατραυματίζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατατραυματίζω < κατα- + τραυματίζω

κατατραυματίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]