κατατρομοκρατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατατρομοκρατώ < κατα- + τρομοκρατώ
Ρήμα
[επεξεργασία]κατατρομοκρατώ (παθητική φωνή: κατατρομοκρατούμαι)
- (σπάνιο) τρομοκρατώ σε μεγάλο βαθμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατρομοκρατώ | κατατρομοκρατούσα | θα κατατρομοκρατώ | να κατατρομοκρατώ | κατατρομοκρατώντας | |
β' ενικ. | κατατρομοκρατείς | κατατρομοκρατούσες | θα κατατρομοκρατείς | να κατατρομοκρατείς | (κατατρομοκράτει) | |
γ' ενικ. | κατατρομοκρατεί | κατατρομοκρατούσε | θα κατατρομοκρατεί | να κατατρομοκρατεί | ||
α' πληθ. | κατατρομοκρατούμε | κατατρομοκρατούσαμε | θα κατατρομοκρατούμε | να κατατρομοκρατούμε | ||
β' πληθ. | κατατρομοκρατείτε | κατατρομοκρατούσατε | θα κατατρομοκρατείτε | να κατατρομοκρατείτε | κατατρομοκρατείτε | |
γ' πληθ. | κατατρομοκρατούν(ε) | κατατρομοκρατούσαν(ε) | θα κατατρομοκρατούν(ε) | να κατατρομοκρατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατρομοκράτησα | θα κατατρομοκρατήσω | να κατατρομοκρατήσω | κατατρομοκρατήσει | ||
β' ενικ. | κατατρομοκράτησες | θα κατατρομοκρατήσεις | να κατατρομοκρατήσεις | κατατρομοκράτησε | ||
γ' ενικ. | κατατρομοκράτησε | θα κατατρομοκρατήσει | να κατατρομοκρατήσει | |||
α' πληθ. | κατατρομοκρατήσαμε | θα κατατρομοκρατήσουμε | να κατατρομοκρατήσουμε | |||
β' πληθ. | κατατρομοκρατήσατε | θα κατατρομοκρατήσετε | να κατατρομοκρατήσετε | κατατρομοκρατήστε | ||
γ' πληθ. | κατατρομοκράτησαν κατατρομοκρατήσαν(ε) |
θα κατατρομοκρατήσουν(ε) | να κατατρομοκρατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατρομοκρατήσει | είχα κατατρομοκρατήσει | θα έχω κατατρομοκρατήσει | να έχω κατατρομοκρατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατρομοκρατήσει | είχες κατατρομοκρατήσει | θα έχεις κατατρομοκρατήσει | να έχεις κατατρομοκρατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατατρομοκρατήσει | είχε κατατρομοκρατήσει | θα έχει κατατρομοκρατήσει | να έχει κατατρομοκρατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατρομοκρατήσει | είχαμε κατατρομοκρατήσει | θα έχουμε κατατρομοκρατήσει | να έχουμε κατατρομοκρατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατρομοκρατήσει | είχατε κατατρομοκρατήσει | θα έχετε κατατρομοκρατήσει | να έχετε κατατρομοκρατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατρομοκρατήσει | είχαν κατατρομοκρατήσει | θα έχουν κατατρομοκρατήσει | να έχουν κατατρομοκρατήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατατρομοκρατώ
|