κατατρομοκρατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατατρομοκρατώ < κατα- + τρομοκρατώ

κατατρομοκρατώ (παθητική φωνή: κατατρομοκρατούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]