κατατρώω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατρώω < κατατρώγω < μεσαιωνική ελληνική κατατρώγω < κατα- + τρώγω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατατρώω
- άλλη μορφή του κατατρώγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατατρώω
|