κατατσακίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατατσακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατατσακίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε επιτατικό κατα- + τσακίζω.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.t͡saˈci.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]κατατσακίζω, αόρ.: κατατσάκισα, παθ.φωνή: κατατσακίζομαι, π.αόρ.: κατατσακίστηκα, μτχ.π.π.: κατατσακισμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποτσακίζω
- → και δείτε τη λέξη τσακίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατσακίζω | κατατσάκιζα | θα κατατσακίζω | να κατατσακίζω | κατατσακίζοντας | |
β' ενικ. | κατατσακίζεις | κατατσάκιζες | θα κατατσακίζεις | να κατατσακίζεις | κατατσάκιζε | |
γ' ενικ. | κατατσακίζει | κατατσάκιζε | θα κατατσακίζει | να κατατσακίζει | ||
α' πληθ. | κατατσακίζουμε | κατατσακίζαμε | θα κατατσακίζουμε | να κατατσακίζουμε | ||
β' πληθ. | κατατσακίζετε | κατατσακίζατε | θα κατατσακίζετε | να κατατσακίζετε | κατατσακίζετε | |
γ' πληθ. | κατατσακίζουν(ε) | κατατσάκιζαν κατατσακίζαν(ε) |
θα κατατσακίζουν(ε) | να κατατσακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατσάκισα | θα κατατσακίσω | να κατατσακίσω | κατατσακίσει | ||
β' ενικ. | κατατσάκισες | θα κατατσακίσεις | να κατατσακίσεις | κατατσάκισε | ||
γ' ενικ. | κατατσάκισε | θα κατατσακίσει | να κατατσακίσει | |||
α' πληθ. | κατατσακίσαμε | θα κατατσακίσουμε | να κατατσακίσουμε | |||
β' πληθ. | κατατσακίσατε | θα κατατσακίσετε | να κατατσακίσετε | κατατσακίστε | ||
γ' πληθ. | κατατσάκισαν κατατσακίσαν(ε) |
θα κατατσακίσουν(ε) | να κατατσακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατσακίσει | είχα κατατσακίσει | θα έχω κατατσακίσει | να έχω κατατσακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατσακίσει | είχες κατατσακίσει | θα έχεις κατατσακίσει | να έχεις κατατσακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατατσακίσει | είχε κατατσακίσει | θα έχει κατατσακίσει | να έχει κατατσακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατσακίσει | είχαμε κατατσακίσει | θα έχουμε κατατσακίσει | να έχουμε κατατσακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατσακίσει | είχατε κατατσακίσει | θα έχετε κατατσακίσει | να έχετε κατατσακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατσακίσει | είχαν κατατσακίσει | θα έχουν κατατσακίσει | να έχουν κατατσακίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατσακίζομαι | κατατσακιζόμουν(α) | θα κατατσακίζομαι | να κατατσακίζομαι | ||
β' ενικ. | κατατσακίζεσαι | κατατσακιζόσουν(α) | θα κατατσακίζεσαι | να κατατσακίζεσαι | ||
γ' ενικ. | κατατσακίζεται | κατατσακιζόταν(ε) | θα κατατσακίζεται | να κατατσακίζεται | ||
α' πληθ. | κατατσακιζόμαστε | κατατσακιζόμαστε κατατσακιζόμασταν |
θα κατατσακιζόμαστε | να κατατσακιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κατατσακίζεστε | κατατσακιζόσαστε κατατσακιζόσασταν |
θα κατατσακίζεστε | να κατατσακίζεστε | (κατατσακίζεστε) | |
γ' πληθ. | κατατσακίζονται | κατατσακίζονταν κατατσακιζόντουσαν |
θα κατατσακίζονται | να κατατσακίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατσακίστηκα | θα κατατσακιστώ | να κατατσακιστώ | κατατσακιστεί | ||
β' ενικ. | κατατσακίστηκες | θα κατατσακιστείς | να κατατσακιστείς | κατατσακίσου | ||
γ' ενικ. | κατατσακίστηκε | θα κατατσακιστεί | να κατατσακιστεί | |||
α' πληθ. | κατατσακιστήκαμε | θα κατατσακιστούμε | να κατατσακιστούμε | |||
β' πληθ. | κατατσακιστήκατε | θα κατατσακιστείτε | να κατατσακιστείτε | κατατσακιστείτε | ||
γ' πληθ. | κατατσακίστηκαν κατατσακιστήκαν(ε) |
θα κατατσακιστούν(ε) | να κατατσακιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατατσακιστεί | είχα κατατσακιστεί | θα έχω κατατσακιστεί | να έχω κατατσακιστεί | κατατσακισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατατσακιστεί | είχες κατατσακιστεί | θα έχεις κατατσακιστεί | να έχεις κατατσακιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατατσακιστεί | είχε κατατσακιστεί | θα έχει κατατσακιστεί | να έχει κατατσακιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατσακιστεί | είχαμε κατατσακιστεί | θα έχουμε κατατσακιστεί | να έχουμε κατατσακιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατατσακιστεί | είχατε κατατσακιστεί | θα έχετε κατατσακιστεί | να έχετε κατατσακιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατσακιστεί | είχαν κατατσακιστεί | θα έχουν κατατσακιστεί | να έχουν κατατσακιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατατσακισμένος - είμαστε, είστε, είναι κατατσακισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατατσακισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατατσακισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατατσακισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατατσακισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατατσακισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατατσακισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατατσακίζω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κατατσακίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)