κατατόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
γενική | του | κατατοπιού | των | κατατοπιών |
αιτιατική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
κλητική | κατατόπι | κατατόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατόπι < μεσαιωνική ελληνική κατατόπι < έκφραση κατά τόπον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατατόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: κατατόπια) τοποθεσία (συχνά σε σχέση με γνώση τοπογραφίας περιοχής)
- ※ Η Αλέβ έδειχνε να γνωρίζει τα κατατόπια του σπιτιού. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κατατοπίζω, κατά και τόπος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δείχνω (σε κάποιον)/μαθαίνω τα κατατόπια: (μεταφορικά) εξοικειώνω/εξοικειώνομαι με ένα νέο περιβάλλον, εργασία κλπ.