καταυλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταυλισμός οι καταυλισμοί
      γενική του καταυλισμού των καταυλισμών
    αιτιατική τον καταυλισμό τους καταυλισμούς
     κλητική καταυλισμέ καταυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταυλισμός < (καταυλίζομαι) καταυλισ- + -μός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bivouac [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.vliˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ταυ‐λι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταυλισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]