καταυλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταυλισμός < (καταυλίζομαι) καταυλισ- + -μός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bivouac [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.vliˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταυ‐λι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταυλισμός αρσενικό
- η (συνήθως πρόχειρη και προσωρινή) εγκατάσταση και κατοίκηση κάποιων σε έναν (υπαίθριο) τόπο καθώς και ο τόπος της κατοίκησης αυτής
- ※ Περάσανε μια νύχτα στον μικρό καταυλισμό στο τελευταίο φυλάκιο, ζεσταθήκανε στα καλύβια, ξεκουράστηκαν. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι'])
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταυλίζομαι
- → δείτε τις λέξεις κατά και αυλή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταυλισμός
- ↑ καταυλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)