καταφοβισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταφοβισμένος < κατα- + φοβισμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
καταφοβισμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φόβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταφοβισμένος
|