καταφρονήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταφρονήτρια < καταφρονη(τής) + -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.fɾoˈni.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φρο‐νή‐τρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταφρονήτρια θηλυκό
- θηλυκό του καταφρονητής
- άλλες μορφές: καταφρονήτρα (δημοτική)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε περιφρονητής
καταφρονήτρια
|
Πηγές[επεξεργασία]
- καταφρονήτρια, καταφρονήτρα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)