καταφτάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταφτάνω < καταφθάνω με προσαρμογή στη δημοτική [fθ] > [ft][1] όπως ο τύπος μεσαιωνική ελληνική καταφτάνω < ελληνιστική κοινή καταφθάνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈfta.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐φτά‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταφτάνω, αόρ.: κατάφτασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταφτάνω {{}}