καταχαρούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταχαρούμενος < επιτατικό κατα- + μετοχή χαρούμενος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.xaˈɾu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐χα‐ρού‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]καταχαρούμενος
- (επιτατική μετοχή ως επίθετο) που είναι σε μεγάλο βαθμό χαρούμενος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιτατικές μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)