καταχθονιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταχθονιότητα < (καθαρεύουσα) καταχθονιότης < καταχθόνιος + -ότης < αρχαία ελληνική καταχθόνιος < κατά + χθών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταχθονιότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του καταχθόνιου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταχθονιότητα
|