καταχνιάζει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταχνιάζει < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
καταχνιάζει
- (απρόσωπο ρήμα) σκεπάζει η καταχνιά, η αραιή ομίχλη (μια περιοχή)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταχνιάζει
|