καταχραζόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταχραζόμενος η καταχραζόμενη το καταχραζόμενο
      γενική του καταχραζόμενου της καταχραζόμενης του καταχραζόμενου
    αιτιατική τον καταχραζόμενο την καταχραζόμενη το καταχραζόμενο
     κλητική καταχραζόμενε καταχραζόμενη καταχραζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταχραζόμενοι οι καταχραζόμενες τα καταχραζόμενα
      γενική των καταχραζόμενων των καταχραζόμενων των καταχραζόμενων
    αιτιατική τους καταχραζόμενους τις καταχραζόμενες τα καταχραζόμενα
     κλητική καταχραζόμενοι καταχραζόμενες καταχραζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταχραζόμενος < → δείτε τη λέξη καταχρώμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος καταχρῶμαι (καταχρώμαι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…), ιδίως για το -αζ-

Μετοχή[επεξεργασία]

καταχραζόμενος, -η, -ο

  • αφού καταχράστηκε, ο καταχραστής, αλλά που καταχράζεται αυτή τη στιγμή ή σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν ή στο μέλλον, ή όταν προσδιορίζεται και άλλη ενέργεια ή κινητρο
    Ο καταχραζόμενος δημόσιο χρήμα τιμωρείται με...
    Το έκανε καταχραζόμενος την εμπιστοσύνη μας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]