καταχραστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταχραστής οι καταχραστές
      γενική του καταχραστή των καταχραστών
    αιτιατική τον καταχραστή τους καταχραστές
     κλητική καταχραστή καταχραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταχραστής < καταχρώμαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταχραστής αρσενικό

  • εκείνος που καταχράται ξένα χρήματα. Θηλυκό, η καταχράστρια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]