Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταχραστής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταχραστής οι καταχραστές
      γενική του καταχραστή των καταχραστών
    αιτιατική τον καταχραστή τους καταχραστές
     κλητική καταχραστή καταχραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταχραστής < καταχρώμαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταχραστής αρσενικό

  • εκείνος που καταχράται ξένα χρήματα. Θηλυκό, η καταχράστρια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]