καταχραστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταχραστής < καταχρώμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταχραστής αρσενικό
- εκείνος που καταχράται ξένα χρήματα. Θηλυκό, η καταχράστρια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταχραστής
|