καταχωρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταχωρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταχωρίζω < κατα- + χωρίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.xoˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐χω‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταχωρίζω, αόρ.: καταχώρισα, παθ.φωνή: καταχωρίζομαι, π.αόρ.: καταχωρίστηκα, μτχ.π.π.: καταχωρισμένος

  1. καταγράφω, εγγράφω κάτι σε βιβλίο, κατάλογο, λογαριασμό, αίτηση
  2. ταξινομώ εγγράφοντας σε ορισμένη θέση [1]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. καταχωρώ (σημείωση) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταχωρίζω < κατα- + χωρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταχωρίζω

  1. κατατάσσω, χωρίζω σε ομάδες
  2. καταγράφω σε κατάλογο

Παράγωγα[επεξεργασία]

παράγωγα και σύνθετα:

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κατά και χῶρος

Πηγές[επεξεργασία]