Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταχώρηση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: καταχώριση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταχώρηση οι καταχωρήσεις
      γενική της καταχώρησης* των καταχωρήσεων
    αιτιατική την καταχώρηση τις καταχωρήσεις
     κλητική καταχώρηση καταχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταχώρηση < καταχωρώ, καταχωρη- + -σις κατά το καταχώρισις > -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈxo.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταχώρηση
ομόηχο: καταχώριση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταχώρηση θηλυκό