καταψάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταψάω < κατά και ψάω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταψάω ( & καταψήχω)

  1. χαϊδεύω
    καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν (Ηρόδοτος)
  2. (μεταφορικά) κατευνάζω, απαλύνω

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

  • αόριστος: κατέψησα,
  • οι τύποι κατέψηγμαι και καταψηχθείς από τον παράλληλο τύπο καταψήχω