καταψηφίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταψηφίζω < αρχαία ελληνική καταψηφίζομαι < ψῆφος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά voter contre)
Ρήμα
[επεξεργασία]καταψηφίζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταψηφίζω | καταψήφιζα | θα καταψηφίζω | να καταψηφίζω | καταψηφίζοντας | |
β' ενικ. | καταψηφίζεις | καταψήφιζες | θα καταψηφίζεις | να καταψηφίζεις | καταψήφιζε | |
γ' ενικ. | καταψηφίζει | καταψήφιζε | θα καταψηφίζει | να καταψηφίζει | ||
α' πληθ. | καταψηφίζουμε | καταψηφίζαμε | θα καταψηφίζουμε | να καταψηφίζουμε | ||
β' πληθ. | καταψηφίζετε | καταψηφίζατε | θα καταψηφίζετε | να καταψηφίζετε | καταψηφίζετε | |
γ' πληθ. | καταψηφίζουν(ε) | καταψήφιζαν καταψηφίζαν(ε) |
θα καταψηφίζουν(ε) | να καταψηφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταψήφισα | θα καταψηφίσω | να καταψηφίσω | καταψηφίσει | ||
β' ενικ. | καταψήφισες | θα καταψηφίσεις | να καταψηφίσεις | καταψήφισε | ||
γ' ενικ. | καταψήφισε | θα καταψηφίσει | να καταψηφίσει | |||
α' πληθ. | καταψηφίσαμε | θα καταψηφίσουμε | να καταψηφίσουμε | |||
β' πληθ. | καταψηφίσατε | θα καταψηφίσετε | να καταψηφίσετε | καταψηφίστε | ||
γ' πληθ. | καταψήφισαν καταψηφίσαν(ε) |
θα καταψηφίσουν(ε) | να καταψηφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταψηφίσει | είχα καταψηφίσει | θα έχω καταψηφίσει | να έχω καταψηφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταψηφίσει | είχες καταψηφίσει | θα έχεις καταψηφίσει | να έχεις καταψηφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταψηφίσει | είχε καταψηφίσει | θα έχει καταψηφίσει | να έχει καταψηφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταψηφίσει | είχαμε καταψηφίσει | θα έχουμε καταψηφίσει | να έχουμε καταψηφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταψηφίσει | είχατε καταψηφίσει | θα έχετε καταψηφίσει | να έχετε καταψηφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταψηφίσει | είχαν καταψηφίσει | θα έχουν καταψηφίσει | να έχουν καταψηφίσει |
|