καταψύχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταψύχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταψύχω < κατα- + ψύχω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réfrigérer) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈpsi.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐ψύ‐χω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταψύχω, αόρ.: κατέψυξα, παθ.φωνή: καταψύχομαι, π.αόρ.: καταψύχθηκα, μτχ.π.π.: κατεψυγμένος/καταψυγμένος

  1. ψύχω σε μεγάλο βαθμό
  2. υποβάλλω σε κατάψυξη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κατά και ψύχω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταψύχω < κατα- + ψύχω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]