Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταϋποχρεώνομαι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]


Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταϋποχρεώνομαι παθητική φωνή του ρήματος καταϋποχρεώνω