καταϋποχρεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταϋποχρεώνω < κατα- + υποχρεώνω

καταϋποχρεώνω (παθητική φωνή: καταϋποχρεώνομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]