κατεβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατεβάζω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική καταβιβάζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.teˈva.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]κατεβάζω , πρτ.: κατέβαζα, στ.μέλλ.: θα κατεβάσω, αόρ.: κατέβασα, μτχ.π.π.: κατεβασμένος
- κινώ κάτι από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο
- (μεταφορικά) ελαττώνω, μειώνω
- μπορείς να κατεβάσεις τη φωνή σου;
- (μεταφορικά) κάνω κάτι πιο φθηνό
- κατεβάζουν τις τιμές!
- (για μέσο μεταφοράς) αποβιβάζω επιβάτη
- θα σας κατεβάσω, αν ενοχλείτε!
- (ειδικότερα) πηγαίνω κάποιον πιο χαμηλά από το σημείο που βρίσκεται ή στο κέντρο της πόλης
- μπορείς να με κατεβάσεις στην πόλη για ψώνια;
- βρίσκω ιδέες, λύσεις, δεξόδους
- αυτό της κατέβηκε, αυτό κάνει
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) τρώω ή πίνω με λαιμαργία
- με τη μια κατέβασε το ποτήρι του
- καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του
- αποδίδω σε κάποιον όμοιους χαρακτηρισμούς
- ανόητη με ανεβάζει, ηλίθια με κατεβάζει
- υποβιβάζω
- κατεβάζεις πολύ τη συζήτηση
- (στην πολιτική) προτείνω κάποιον ως υποψήφιο
- η αντίπαλη παράταξη κατεβάζει στις επόμενες εκλογές δύο νέα πρόσωπα
- (θέατρο) διακόπτω τις παραστάσεις εξαιτίας της μη προσέλευσης κοινού
- (για ποτάμι) μεταφέρω
- απαριθμώ, συσσωρεύω λεκτικά
- αν αρχίσομε να κατεβάζομε όσα είδαμε, θα μας πάρει πολλή ώρα
- (γλωσσολογία) μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή τη λήγουσα
- (αθλητισμός) παρουσιάζω στο γήπεδο ομάδα ή αθλητή
- η ομάδα θα κατεβάσει τους αναπληρωματικούς παίκτες αυτή τη φορά
- (πληροφορική) μεταφέρω στην οθόνη ή στο σκληρό του υπολογιστή αρχεία
- θέλω να κατεβάσω αρχεία από το ίντερνετ
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατεβάζω | κατέβαζα | θα κατεβάζω | να κατεβάζω | κατεβάζοντας | |
β' ενικ. | κατεβάζεις | κατέβαζες | θα κατεβάζεις | να κατεβάζεις | κατέβαζε | |
γ' ενικ. | κατεβάζει | κατέβαζε | θα κατεβάζει | να κατεβάζει | ||
α' πληθ. | κατεβάζουμε | κατεβάζαμε | θα κατεβάζουμε | να κατεβάζουμε | ||
β' πληθ. | κατεβάζετε | κατεβάζατε | θα κατεβάζετε | να κατεβάζετε | κατεβάζετε | |
γ' πληθ. | κατεβάζουν(ε) | κατέβαζαν κατεβάζαν(ε) |
θα κατεβάζουν(ε) | να κατεβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέβασα | θα κατεβάσω | να κατεβάσω | κατεβάσει | ||
β' ενικ. | κατέβασες | θα κατεβάσεις | να κατεβάσεις | κατέβασε | ||
γ' ενικ. | κατέβασε | θα κατεβάσει | να κατεβάσει | |||
α' πληθ. | κατεβάσαμε | θα κατεβάσουμε | να κατεβάσουμε | |||
β' πληθ. | κατεβάσατε | θα κατεβάσετε | να κατεβάσετε | κατεβάστε | ||
γ' πληθ. | κατέβασαν κατεβάσαν(ε) |
θα κατεβάσουν(ε) | να κατεβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατεβάσει | είχα κατεβάσει | θα έχω κατεβάσει | να έχω κατεβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατεβάσει | είχες κατεβάσει | θα έχεις κατεβάσει | να έχεις κατεβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατεβάσει | είχε κατεβάσει | θα έχει κατεβάσει | να έχει κατεβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατεβάσει | είχαμε κατεβάσει | θα έχουμε κατεβάσει | να έχουμε κατεβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατεβάσει | είχατε κατεβάσει | θα έχετε κατεβάσει | να έχετε κατεβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατεβάσει | είχαν κατεβάσει | θα έχουν κατεβάσει | να έχουν κατεβάσει |
|