κατειρωνεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατειρωνεύομαι < κατ- + ειρωνεύομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ti.ɾoˈnev.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τει‐ρο‐νεύ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

κατειρωνεύομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]