κατεξοχήν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατεξοχήν < (ελληνιστική κοινή)

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατεξοχήν και κατ' εξοχήν

  1. κυρίως, σε μεγάλο βαθμό
    το νέο μοντέλο της εταιρείας μας είναι ένα κατεξοχήν οικογενειακό αυτοκίνητο
    η περιοχή αυτή είναι κατεξοχήν αγροτική
  2. σε βαθμό μεγαλύτερο από κάποιον/κάτι άλλο
    ο Γιούργκεν Χάμπερμας χαρακτηρίζεται ως ο κατεξοχήν φιλόσοφος της σύγχρονης Γερμανίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]