κατεξοχήν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατεξοχήν < (ελληνιστική κοινή)
Επίρρημα
[επεξεργασία]κατεξοχήν και κατ' εξοχήν
- κυρίως, σε μεγάλο βαθμό
- το νέο μοντέλο της εταιρείας μας είναι ένα κατεξοχήν οικογενειακό αυτοκίνητο
- η περιοχή αυτή είναι κατεξοχήν αγροτική
- σε βαθμό μεγαλύτερο από κάποιον/κάτι άλλο
- ο Γιούργκεν Χάμπερμας χαρακτηρίζεται ως ο κατεξοχήν φιλόσοφος της σύγχρονης Γερμανίας