κατεργάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατεργάζομαι < αρχαία ελληνική κατεργάζομαι < κατά + ἐργάζομαι < ἔργον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.teɾˈɣa.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

κατεργάζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]