κατεργάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατεργάρικος < κατεργάρης + -ικος < μεσαιωνική ελληνική κατεργάρης < κάτεργον < ελληνιστική κοινή κάτεργον, ουδέτερο του κάτεργος < κατά + αρχαία ελληνική ἔργον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /katεɾˈɣaɾikɔs/
- συλλαβισμός : κα‐τερ‐γά‐ρι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατεργάρικος, -η, -ο
[επεξεργασία]
- κατεργάρικα
- → δείτε τις λέξεις κάτεργο, κατά και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «όμορφος»
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)