κατηγορηματικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατηγορηματικώς < κατηγορηματικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατηγορηματικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατηγορηματικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηγορηματικώς
|