κατηγορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατηγορικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κατηγορικός
- αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια κατηγορία
- κατηγορική ανισότητα (λόγω φύλου, φυλής, τάξεων ή οικονομικής κατάστασης, θρησκείας, εκπαίδευσης, πεποιθήσεων, κ.α.)
- ο κατηγοριάρης, αυτός που κατηγορεί τους άλλους, ο φιλοκατήγορος, ο φιλόψογος
- ο κατηγορηματικός, ο απερίφραστος
- κατηγορική προσταγή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κατηγόρια
- κατηγορία
- κατηγόρημα
- κατηγορηματικότητα
- κατηγορητήριο
- κατηγορία
- κατήγορος
- κατηγορούμενο
- κατηγορούμενος
- κατηγορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηγορικός
|