κατηγορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατηγορικός η κατηγορική το κατηγορικό
      γενική του κατηγορικού της κατηγορικής του κατηγορικού
    αιτιατική τον κατηγορικό την κατηγορική το κατηγορικό
     κλητική κατηγορικέ κατηγορική κατηγορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατηγορικοί οι κατηγορικές τα κατηγορικά
      γενική των κατηγορικών των κατηγορικών των κατηγορικών
    αιτιατική τους κατηγορικούς τις κατηγορικές τα κατηγορικά
     κλητική κατηγορικοί κατηγορικές κατηγορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατηγορικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κατηγορικός

  1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια κατηγορία
    κατηγορική ανισότητα (λόγω φύλου, φυλής, τάξεων ή οικονομικής κατάστασης, θρησκείας, εκπαίδευσης, πεποιθήσεων, κ.α.)
  2. ο κατηγοριάρης, αυτός που κατηγορεί τους άλλους, ο φιλοκατήγορος, ο φιλόψογος
  3. ο κατηγορηματικός, ο απερίφραστος
    κατηγορική προσταγή

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]