κατηγοριοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατηγοριοποιώ < κατηγορία + ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κατηγοριοποιώ (παθητικό: κατηγοριοποιούμαι)

  1. κατατάσσω ένα σύνολο αντικειμένων σε διάφορες κατηγορίες
    Τα κλιματιστικά κατηγοριοποιούνται ανάλογα με...
  2. (μεταφορικά) εντάσσουν εμένα σε μια κατηγορία ή εντάσσω εγώ κάποιους άλλους, παρότι δεν είναι αντικείμενα
    ...η λεγόμενη αξιολόγηση κατηγοριοποιεί τα παιδιά και ειδικότερα τους Ρομά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]