κατηφορικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]κατηφορικά < κατηφορικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]κατηφορικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κατηφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατηφορικό