κατηχούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

κατηχούμαι, π.αόρ.: κατηχήθηκα, (ενεργ.: κατηχώ)