κατιμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατιμάς οι κατιμάδες
      γενική του κατιμά των κατιμάδων
    αιτιατική τον κατιμά τους κατιμάδες
     κλητική κατιμά κατιμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατιμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική katma (πρόσθετο κομμάτι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατιμάς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]