κατιμέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατιμέρι τα κατιμέρια
      γενική του κατιμεριού των κατιμεριών
    αιτιατική το κατιμέρι τα κατιμέρια
     κλητική κατιμέρι κατιμέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατιμέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική katmer(πτυχή, δίπλα) + για την προσαρμογή στην κλίση < kat (στρώση, δίπλωση) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατιμέρι ουδέτερο

  1. (δημοτική, γλυκό) γλύκισμα του ταψιού με φύλλα ζύμης ή ζυμαρικό, με γέμιση ωμού αβγού[2] και βούτυρο, με σιρόπι μελιού ή ζάχαρης[3]
  2. (κρητικά) είδος άνθους
  3. (κρητικά) άλλη μορφή του κατημέρι, γλυκό νεραντζάκι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]