κατινιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατινιά οι κατινιές
      γενική της κατινιάς των κατινιών
    αιτιατική την κατινιά τις κατινιές
     κλητική κατινιά κατινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατινιά < ξεκατινιάζω < (ελληνιστική κοινή) κατήνα < λατινική catena

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατινιά θηλυκό

  • μικροπρέπεια, σχόλιο ή συμπεριφορά που προέρχεται από ευτελή κίνητρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]