κατοικήσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατοικήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοικώ
- θα κατοικήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοικώ