κατοικήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.tiˈci.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τοι‐κή‐σι‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]κατοικήσιμος, -η, -ο
- κατάλληλος για κατοικία, που μπορεί να κατοικηθεί
- Η διαπλανητική αγορά ακινήτων μόλις εμπλουτίστηκε με τρεις «κατοικήσιμους» πλανήτες που ανακαλύφθηκαν σε ένα ασυνήθιστο σύστημα με τρία άστρα. Οι τρεις νέες «υπερ—Γαίες», πλανήτες με μάζα λίγο μεγαλύτερη από της Γης, ανακαλύφθηκαν στη λεγόμενη κατοικήσιμη ζώνη του τριπλού συστήματος Gliese 667C, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 22 ετών φωτός, στην κατεύθυνση του αστερισμού του Σκορπιού. (*)