κατοικίδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατοικίδιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοικίδιος (αρχαία σημασία: θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι) < κατοκι- (κάτοικος) + -ίδιος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.tiˈci.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τοι‐κί‐δι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατοικίδιος, -α, -ο
- ('για ζώα) που είναι εξημερωμένος και μένει με τους ανθρώπους
- ↪ Ο σκύλος και η γάτα είναι κατοικίδια ζώα.
- Και ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο: το κατοικίδιο, τα κατοικίδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατοικίδιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κατοικίδιος, -ος, -ον
- (για θεραπεία) που μπορεί να γίνει στο σπίτι
- οικιακός
- (ελληνιστική σημασία) κατοικίδιος, που ζει στο σπίτι (για ζώα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v. «κάτοικος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- κατοικίδιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατοικίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδιος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)