κατοικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατοικώ < αρχαία ελληνική κατοικέω/κατοικῶ < οἶκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.tiˈko/

Ρήμα[επεξεργασία]

κατοικώ

  • χρησιμοποιώ ένα κτίσμα ως κατοικία, έχω το σπίτι μου και ζω σε έναν τόπο
    τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη Θεσσαλονίκη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]