κατολισθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατολισθαίνω < ελληνιστική κοινή κατολισθάνω < κατά + αρχαία ελληνική ὀλισθάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κατολισθαίνω

  1. (γεωλογία) για χώματα, πέτρες κ.ά. που αποσπώνται από υψηλότερα σημεία λόφων, χαραδρών κ.λπ. και πέφτουν σε χαμηλότερα σημεία
  2. (μεταφορικά) για κάτι που χειροτερεύει ή παρουσιάζει φθίνουσα πορεία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]