κατονομασία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατονομασία < κατονομάζω + -σία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατονομασία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατονομάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατονομασία
|