κατονομαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατονομαστικός η κατονομαστική το κατονομαστικό
      γενική του κατονομαστικού της κατονομαστικής του κατονομαστικού
    αιτιατική τον κατονομαστικό την κατονομαστική το κατονομαστικό
     κλητική κατονομαστικέ κατονομαστική κατονομαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατονομαστικοί οι κατονομαστικές τα κατονομαστικά
      γενική των κατονομαστικών των κατονομαστικών των κατονομαστικών
    αιτιατική τους κατονομαστικούς τις κατονομαστικές τα κατονομαστικά
     κλητική κατονομαστικοί κατονομαστικές κατονομαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατονομαστικός < κατονομάζω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dénominatif)

Επίθετο[επεξεργασία]

κατονομαστικός, -ή, -ο

  • που έχει σχέση με κατονομασία, συντελεί ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  Ο τίτλος μπορούσε να πάρει πιο επεξηγηματική μορφή, λ.χ. «Ο Ορφέας του Ρίλκε με τα μάτια του Μπρόντσκι». Υπερίσχυσε η γοητεία του λιτού κατονομαστικού τίτλου «Ορφέας, Ευρυδίκη, Ερμής» που έδωσε στο ποίημά του ο Ρίλκε, με την υποβόσκουσα ιδέα μιας παραδειγματικής σειράς. (εφ. Το Βήμα, 25/1/1998)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]