κατοπτρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοπτρικός η κατοπτρική το κατοπτρικό
      γενική του κατοπτρικού της κατοπτρικής του κατοπτρικού
    αιτιατική τον κατοπτρικό την κατοπτρική το κατοπτρικό
     κλητική κατοπτρικέ κατοπτρική κατοπτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοπτρικοί οι κατοπτρικές τα κατοπτρικά
      γενική των κατοπτρικών των κατοπτρικών των κατοπτρικών
    αιτιατική τους κατοπτρικούς τις κατοπτρικές τα κατοπτρικά
     κλητική κατοπτρικοί κατοπτρικές κατοπτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατοπτρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοπτρικός. Μορφολογικά αναλύεται σε κάτοπτρ(ο) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κατοπτρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κατοπτρικός κατοπτρική τὸ κατοπτρικόν
      γενική τοῦ κατοπτρικοῦ τῆς κατοπτρικῆς τοῦ κατοπτρικοῦ
      δοτική τῷ κατοπτρικ τῇ κατοπτρικ τῷ κατοπτρικ
    αιτιατική τὸν κατοπτρικόν τὴν κατοπτρικήν τὸ κατοπτρικόν
     κλητική ! κατοπτρικέ κατοπτρική κατοπτρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κατοπτρικοί αἱ κατοπτρικαί τὰ κατοπτρικᾰ́
      γενική τῶν κατοπτρικῶν τῶν κατοπτρικῶν τῶν κατοπτρικῶν
      δοτική τοῖς κατοπτρικοῖς ταῖς κατοπτρικαῖς τοῖς κατοπτρικοῖς
    αιτιατική τοὺς κατοπτρικούς τὰς κατοπτρικᾱ́ς τὰ κατοπτρικᾰ́
     κλητική ! κατοπτρικοί κατοπτρικαί κατοπτρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατοπτρικώ τὼ κατοπτρικᾱ́ τὼ κατοπτρικώ
      γεν-δοτ τοῖν κατοπτρικοῖν τοῖν κατοπτρικαῖν τοῖν κατοπτρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατοπτρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάτοπτρ(ον) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κατοπτρικός, -ή, -ό

Πηγές[επεξεργασία]