κατοστάρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατοστάρικο < κατοστάρ(ι) + -ικο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατοστάρικο ουδέτερο
- (νόμισμα) άλλη μορφή του εκατοστάρικο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατοστάρικο
|