κατοσταρικάκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατοσταρικάκι | τα | κατοσταρικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κατοσταρικάκι | τα | κατοσταρικάκια |
κλητική | κατοσταρικάκι | κατοσταρικάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατοσταρικάκι < κατοστάρικ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατοσταρικάκι ουδέτερο
- (οικονομία) υποκοριστικό του κατοστάρικο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κατοστάρικο
κατοσταρικάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)